εὐρίπῳ

εὐρίπῳ
εὐρί̱πῳ , εὔριπος
any strait
masc dat sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • Εὐρίπῳ — Εὔριπος any strait masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Εὐρίπωι — Εὐρίπῳ , Εὔριπος any strait masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σφάζω — ΝΜΑ, και αττ. τ. σφάττω και βοιωτ. τ. σφάδδω Α 1. θανατώνω κάποιον κόβοντάς του τον λαιμό 2. (γενικά) φονεύω, σκοτώνω με μαχαίρι, ξίφος ή άλλο αιχμηρό αντικείμενο 3. μτφ. πληγώνω βαθιά, βασανίζω, ταλαιπωρώ (α. «τα λόγια της τόν έσφαξαν» β. «βλέπε …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”